- αλχημεία
- Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά-σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται να προέρχεται από το ελληνικό ρήμα χέω (χύνω) και σχετίζεται με τη δουλειά των εργατών μεταλλουργών, που υπήρξαν και οι πρώτοι αλχημιστές· το πρόθημα αλ το έβαλαν οι Άραβες. Στην κυριολεξία, λοιπόν, α. είναι η τέχνη της μετατροπής των μετάλλων· επειδή οι εργάτες αυτοί, εκτός από τα κοινά μέταλλα, δούλευαν και με ευγενή όπως o χρυσός, είναι φυσικό μερικοί από αυτούς να επιχείρησαν να κατασκευάσουν χρυσό. Οι έρευνες των αλχημιστών είχαν στραφεί στην προσπάθεια να βρουν μια στερεή ουσία, τη λεγόμενη φιλοσοφική λίθο, ικανή να πραγματοποιήσει αυτή τη μετατροπή. Από αυτή την ουσία ή από άλλα συνθετικά θα μπορούσαν έπειτα να δημιουργήσουν, όπως νόμιζαν, ένα ελιξίριο μακροζωίας, ικανό να παρατείνει απεριόριστα την ανθρώπινη ύπαρξη (πανάκεια). Σύμφωνα με ορισμένα αλχημιστικά κείμενα (μυστικιστική ή εσωτερική α.), η φιλοσοφική λίθος δεν μπορεί να βρεθεί εμπειρικά με ένα σύνολο εννοιών και μεθόδων, αλλά μόνο με τη θεία εύνοια· δεν πρόκειται λοιπόν για υλική αναζήτηση, αλλά για σύμβολο μιας εσωτερικής εμπειρίας, την οποία ζει ο άνθρωπος για να φτάσει σε μια ανώτερη πνευματική ανάπτυξη. Οπωσδήποτε και η μυστικιστική και η εμπειρική α. εμφανίζονται συνδεδεμένες και η γλώσσα των αλχημιστών, οι οποίοι για παράδειγμα έκρυβαν ζηλόφθονα κάτω από ονόματα συμβατικά τις διάφορες ουσίες που χρησιμοποιούσε η επιστήμη τους, εμφανίζεται αινιγματική και μαγική. Ωστόσο, παρότι η α. στηριζόταν σε μαγικές ή μεταφυσικές βάσεις και όχι στην κυριολεξία πειραματικές, οι μέθοδοί τους, τις οποίες πολλοί πρόσεξαν και μιμήθηκαν, προσέφεραν πολύτιμη συμβολή στην εμφάνιση της χημείας, έτσι που να μπορεί να θεωρείται δικαιολογημένα η α. ως το πρώτο και απαραίτητο σκαλοπάτι της νεότερης επιστημονικής έρευνας.
Οι αρκετά συγκεχυμένες πρώτες αρχές της α. ανάγονται στον ελληνικό, βαβυλωνιακό και ινδικό πολιτισμό. Οι πρώτες μαρτυρίες (οι αποκαλούμενοι πάπυροι του Λέιντεν και της Στοκχόλμης που βρέθηκαν στις Θήβες της Αιγύπτου) προέρχονται από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Οι Άραβες πήραν τις έννοιες και τις μεθόδους και τις ανέπτυξαν με βάση όσα είχαν μάθει σχετικά με το θέμα αυτό από τις συχνές τους επαφές με τους Κινέζους. Μεγάλη διάδοση της α. παρατηρείται κατά τον 7ο αι., μετά τις έρευνες του Άραβα Χαλίντ ιμπν Γιαζίντ, που μερικοί τον θεωρούν ιδρυτή της α. Έναν αιώνα αργότερα o συμπατριώτης του Τζιαμπίρ ιμπν Χαγιάν, πιο γνωστός στη Δύση ως Τζέμπερ, περιγράφει στα έργα του λεπτότατες μεθόδους διήθησης και βρασμού. Ο Τζέμπερ γράφει επίσης για μεθόδους παρασκευής του θειικού οξέος και του νιτρικού αργύρου. Με την αραβική επίδραση, η α. έφτασε γύρω στο 1000 στην Ευρώπη, όπου έγινε ευνοϊκά δεκτή από ανθρώπους της επιστήμης και αγύρτες, συνάντησε όμως την εχθρότητα της εκκλησίας, που υποψιαζόταν πηγές αιρέσεων. Με τον καιρό, παρότι οι αλχημιστές δεν εγκατέλειπαν την ελπίδα ανεύρεσης της φιλοσοφικής λίθου ή του ελιξηρίου της μακροζωίας, αντιμετώπισαν τα πρώτα προβλήματα που αποτέλεσαν τις βάσεις της σύγχρονης χημείας. Τον 13o αι. προσωπικότητες όπως o Βάκων, ο Αρνόλντους Βιλανοβάνους, ο Ραμόν Λούλιο, αφιερώθηκαν στη μελέτη των κραμάτων και των χρωστικών ουσιών. Τον 16o αι., που μαζί με τον προηγούμενο αντιπροσωπεύουν την περίοδο ακμής των αλχημιστικών μελετών, έζησε και ο περίφημος Παράκελσος.
Σελίδα χειρογράφου από την αραβική πραγματεία περί αλχημείας «Αλ-Μα αλ-Ουαραγκί» («Το αργυρώδες ύδωρ»). Το έργο αυτό μεταφράστηκε στη λατινική γλώσσα κατά τον Μεσαίωνα.
«Ο αλχημιστής», πίνακας του Ντέιβιντ Τέρινς του νεότερου (Μουσείο Πράντο, Μαδρίτη).
Η «κοσμική κάμινος» ήταν μια πρωτόγονη συσκευή των αλχημιστών για την απόσταξη των υγρών (χαλκογραφία του 10ου αι.).
Αλχημιστής προσηλωμένος στα πειράματά του, όπως εικονίζεται σε μια πολύ παλιά τοιχογραφία.
* * *ηχιμαιρική τέχνη, πρόδρομος τής σημερινής επιστήμης τής χημείας, που επιδίωκε τη μετουσίωση τών ευτελών μετάλλων σε χρυσό ή άργυρο με τη χρησιμοποίηση τής «φιλοσοφικής λίθου», την αέναη ανανέωση τής ανθρώπινης ζωής και την κατάργηση τού θανάτου με το «ελιξίριον τής νεότητος» και την οριστική εξαφάνιση όλων τών ασθενειών με την «πανάκεια»νεοελλ.στον πληθ. οι αλχημείεςαπόκρυφες, πολύπλοκες ή ανορθόδοξες ενέργειες κάποιου προκειμένου να επιτύχει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά οτα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alchemy < μσν. λατ. alchymia, alchimia < αραβ. al-kīmiyā(< αραβ. άρθρο αl «η» + kīmiyā «φιλοσοφική λίθος»). Ο αραβ. όρος με τη σειρά του προφανώς προήλθε < ελλην. χημεία* «τέχνη τής μετατροπής τών μετάλλων, που ασκούσαν κυρίως οι Αιγύπτιοι». Αλλη γραφή τού όρου αλχημεία είναι αλχυμεία, βλ. χυμεία*].
Dictionary of Greek. 2013.